- πυρός
- (I)και σπυρός, ὁ, Α1. το σιτάρι, ο σίτος2. κόκκος σιταριού3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» — το φυτό χελιδόνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro- «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (πρβλ. λιθουαν, pūraī «σίτος», ρωσ. pyro «κεχρί», αγγλοσαξ. fyrs «άγρωστις»). Έχουν διατυπωθεί, επίσης, διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η σύνδεση της λ. με το λατ. pavio «χτυπώ» και το λιθουαν. piauti «κόβω, αλέθω, δέρνω» ή η άποψη ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία διάδοση. Ο δωρ. τ. σπυρός εμφανίζει αρκτικό -σ-, το οποίο προέρχεται, κατά μία άποψη, από κάποια αρχαϊκού τύπου εναλλαγή (πρβλ. πέλεθος: σπέλεθος, πύραθος: σπύραθος), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από αναλογική επίδραση τών σῖτος, σπόρος, σπέρμα. Τέλος, από την οικογένεια τής λ. πυρός, η οποία πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε από αυτήν τού σῖτος, μόνο το παρ. πυρήν διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική ορολογία].————————(II)-ή, -ό, Ν(στον Ερωτόκρ.) πυρώδης, διάπυρος, φλογερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ κατά τα επίθ. σε -ος (πρβλ. χρυσός: αρχ. χρυσοῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.